- λόγευμα
- λόγ-ευμα, ατος, τό,A taxes collected, PRev.Laws 56.15, al. (pl., iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγευμα — λόγευμα, τὸ (Α) [λογεύω] οι φόροι που είχαν συλλεχθεί … Dictionary of Greek